επεισπηδώ

επεισπηδώ
ἐπεισπηδῶ, -άω (A) [εισπηδώ]
1. πηδώ μέσα ορμητικά (α. «τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον» — σκότωναν αυτούς που πηδούσαν ορμητικά μέσα στις τάφρους, Ξεν.
β. ἐγὼ δ' ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω» — κι εγώ πηδώντας, μπαίνοντας μέσα με ορμή, θα ανακατέψω όλη τη βουλή, Αριστοφ.)
2. σφετερίζομαι («ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινά», Φιλόστρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπεισπηδῶ — ἐπεισπηδάω leap in upon pres imperat mp 2nd sg ἐπεισπηδάω leap in upon pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπεισπηδάω leap in upon pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπεισπηδάω leap in upon pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”